καμωτός

καμωτός
-ή, -ό [κάνω]
1. εργασμένος, φτιαχτός, καμωμένος
2. αυτός που δεν υπάρχει εκ φύσεως, χειροποίητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικροκάμωτος — η, ο ο μικροκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)* + καμωτός (< κάμνω), πρβλ. καλο κάμωτος] …   Dictionary of Greek

  • ομορφοκάμωτος — και ομορφοκαμωμένος, η, ο αυτός που είναι φτειαγμένος όμορφα ομορφοφτειαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ομορφοκάμωτος < όμορφα + καμωτός (< κάμνω), πρβλ. καλο κάμωτος. Ο τ. ομορφοκαμωμένος < όμορφα + καμωμένος, μτχ. παρακμ. τού κάμνω (πρβλ. καλο… …   Dictionary of Greek

  • χεροκάμωτος — η, ο, Ν χειροποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. ζαχαρο κάμωτος] …   Dictionary of Greek

  • χοντροκάμωτος — η, ο, Ν χοντροκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + καμωτός (< καμώνω / κάνω), πρβλ. χερο κάμωτος] …   Dictionary of Greek

  • αγγελοκαμωμένος — και κάμωτος, η, ο ωραίος σαν άγγελος, αγγελοπλασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + καμωμένος, μτχ. τού ρ. κάνω] …   Dictionary of Greek

  • αδροκάμωτος — η, ο ο αδροκαμωμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + *καμωτός] …   Dictionary of Greek

  • κακοκάμωτος — η, ο κακοκαμωμένος*, κακοφτειαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + καμωτός (< κά(μ)νω)] …   Dictionary of Greek

  • καλοκάμωτος — η, ο καλοκαμωμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + καμωτός (< κάμνω)] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκάμωτος — η, ο ο μηχανοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καμωτός (< καμώνω)] …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”